Το γράμμα του παππού

Καλημέρα σας και χρόνια πολλά,

Σήμερα είναι Μεγάλη Παρασκευή. Εδώ που ζω πια μόνιμα, είναι —μαζί με τα Χριστούγεννα— η πιο ιερή μέρα. Πιο ιερή κι από το ίδιο το Πάσχα. Αλλά εμένα το μυαλό μου είναι αλλού. Στην Άνδρο. Εκεί που δεν καταφέραμε να πάμε φέτος — λόγω ηλικίας, λόγω ιώσεων, λόγω… ζωής.

Οπότε, επιστρατεύω το συννεφάκι της φαντασίας μου και ανεβαίνω πάνω του για ένα μικρό ταξίδι πίσω στα χρόνια τα παλιά — τότε που όλα ήταν λίγο πιο απλά, λίγο πιο αυθεντικά, ή έτσι μου αρέσει να τα θυμάμαι.

Βρίσκομαι ξανά στην Παναγία, την ενορία μας, ντυμένος «παπαδάκι», δίπλα στον Παπά Βεντούρη. Εκείνος ετοιμάζεται για την Αποκαθήλωση, κι εγώ, με ύφος σοβαρό και ιερό, προσπαθώ να φανώ αντάξιος της στιγμής. Οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα — εναλλάξ η μεγάλη και η μικρή — τις χτυπούν δυο αγόρια που πρόλαβαν να πάρουν θέση πρώτα στη στενή σκάλα. Αγώνας δρόμου κάθε χρονιά. Δεύτερος ερχόσουν; Κάηκες.

Η εικόνα της Παναγίας, δίπλα στον Εσταυρωμένο, τόσο συγκινητική που νομίζεις πως αν την κοιτάξεις λίγο παραπάνω, θα δεις δάκρυ να κυλά. Κι όταν ο παπάς κατεβάζει το Σώμα του Χριστού και εμφανίζεται ξανά με το χρυσοκέντητο ύφασμα στα χέρια, δεν μιλάει κανείς. Σιωπή. Κατάνυξη. Μόνο η μυρωδιά του λιβανιού και το χτύπημα της καρδιάς σου.

Το πρωί είχαμε πεταχτεί στον μπαξέ του Σίμου. Η γυναίκα του μας είχε έτοιμες ολόκληρες αγκαλιές λουλούδια. Τα πήγαμε με καμάρι στο μικρό σπιτάκι δίπλα στο ιερό, εκεί που οι γυναίκες και τα κορίτσια στόλιζαν τον επιτάφιο. Εμείς δεν πολυχωρούσαμε εκεί — υποτίθεται ήταν “γυναικεία υπόθεση” — αλλά να, καθόμασταν για λίγο. Από σεβασμό… και από ενδιαφέρον για κάποια παρουσία.

Την ώρα της Αποκαθήλωσης, τα πάντα στην αγορά ήταν κλειστά. Καφενεία, μαγαζιά — όλα. Και μετά, σαν να τους έδινε σήμα κάποιος αόρατος διευθυντής ορχήστρας, άνοιγαν όλα μαζί και ξεκινούσε η γνωστή κινητικότητα. Τελευταία ψώνια, βιαστικά, αλλά με τάξη. Άλλες εποχές…

Εμείς, η παρέα των τριών, είχαμε άλλη αποστολή: γύρα στους επιταφίους. Να δούμε, να συγκρίνουμε, να βαθμολογήσουμε. Σοβαρότατη διαδικασία. Ο καθένας είχε τα κριτήριά του, και φυσικά, ο “δικός του” επιτάφιος ήταν πάντα ο καλύτερος. Τρεις φίλοι, τρεις επιτάφιοι, τρεις νικητές. Εννοείται δεν τσακωνόμασταν — απλώς χωριζόμασταν για να διαδώσουμε, ο καθένας με πάθος, τη δική του «αντικειμενική» άποψη.

Το μεσημέρι ερχόταν το… χτύπημα: νερόβραστες φακές. Οι ίδιες κάθε χρόνο. Δεν τις ήθελε κανείς, αλλά έπρεπε. Και με το ζόρι. Η μόνη παρηγοριά ήταν το χθεσινό τσουρέκι και το κόκκινο αυγό που μας είχε αφήσει να «τσιμπήσουμε» η μάνα, τάχα μου χωρίς να δει. Ήξερε όμως. Όλα τα ήξερε. Απλώς έκανε πως δεν βλέπει. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη τη στιγμή, αυγό και τσουρέκι ήταν για μας το απόλυτο γκουρμέ.

Το βράδυ, ντυνόμασταν με τα καλά μας και πηγαίναμε στην εκκλησία για τα εγκώμια. Η περιφορά του επιταφίου ήταν το αποκορύφωμα. Στριμωχνόμασταν για να περάσουμε μπροστά, να “κόψουμε” άλλες ενορίες στην πλατεία Καΐρη — μεγάλη υπόθεση. Το κερί της Μεγάλης Παρασκευής, ειδικό. Δεν το σπαταλούσες. Το κρατούσες για το εικονοστάσι, με ροδοπέταλα από τον επιτάφιο. Ήταν λέει θεραπευτικά. Δεν ξέρω αν ίσχυε, αλλά μας καθησύχαζε.

Και πριν γυρίσουμε σπίτι, κάναμε έναν ακόμα γύρο στην εκκλησία. Να περάσουμε κάτω από τον επιτάφιο. Για προστασία, για τύχη, για πίστη. Όλα μαζί. Στο σπίτι μάς περίμενε ο χαλβάς, ο γνωστός… κι εμείς αρχίζαμε να μετράμε πυρομαχικά. Δηλαδή τρίγωνα, βαρελότα και λοιπά “αναστάσιμα” που ετοιμάζαμε με μεράκι — και κίνδυνο — από μέρες.

Κάπου εκεί τελείωσε το ταξίδι με το συννεφάκι. Ξύπνησα. Και έπιασα να ετοιμάσω τον δικό μας λαμπριάτη — τον «λαμπριάτη της ξενιτιάς», όπως τον λέω. Ανδριώτικος στην ψυχή, με λίγες παραλλαγές στην πράξη. Ό,τι μπορούμε, κάνουμε.

Σας εύχομαι λοιπόν Χρόνια Πολλά, Καλή Ανάσταση, καλό φαγητό, καλό κρασί και —κυρίως— καλή καρδιά. Το Πάσχα είναι το φιλί της αγάπης. Μακάρι να το εννοούμε. Να το δίνουμε και να το παίρνουμε με αλήθεια. Να φέρει ειρήνη, συνεννόηση και συντροφικότητα — στον κόσμο, και στον δικό μας μικρόκοσμο, το νησί μας.

Το επόμενο γράμμα του παππού θα έρθει μετά το Πάσχα. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι — συγκεκριμένο ή απλώς επειδή σας ήρθε μια απορία — γράψτε μου. Εδώ είμαι.

Καλή Ανάσταση με υγεία και κέφι!

Να είσαστε πάντα καλά. Και να περνάτε ακόμα καλύτερα.

Γιώργος Δ. Καλλιβρούσης

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *