Τουρισμός στα νησιά, ποσότητα και ποιότητα

Θυμάμαι με νοσταλγία παιδάκι στη Μήλο τη λαχτάρα του μπάνιου. Στου Παπικινού, στην Πλάθιενα, στον Φυροπόταμο.

Με την οικογένεια και τις άλλες οικογένειες, κάτω από τις αρμύρες, σε έναν κόσμο που δεν ξέρω αν ήταν αλλά έδειχνε ανέφελος. Ούτε ξαπλώστρες ούτε ομπρέλες. Η λαδόφετα, μια φέτα καρπούζι, το καλύτερο γεύμα.

Αραιά και πού στην άκρη της παραλίας κάνα δυο σκηνές, η τότε… σουίτα κάποιων τουριστών. Και επίσης αραιά και πού οι γνωστές χειροποίητες ταμπέλες «Rooms to let».

Αργότερα μάθαμε τα Πολλώνια, το Παλιοχώρι, εκδρομές τότε. Και στην ενηλικίωση, με τη δική μου οικογένεια πια, να μην αφήνουμε απάτητη ούτε την πιο δυσπρόσιτη περιοχή.

Τα σκέφτηκα όλα αυτά, παρακολουθώντας χθες το βράδυ μια ενδιαφέρουσα εκπομπή για τον τουρισμό, η οποία, μεταξύ άλλων, περιείχε και την έννοια του υπερτουρισμού και είπα να μοιραστώ μερικές προσωπικές απόψεις.

Στο μυαλό μου και όσα μαθαίνω, διαβάζοντας και από περιγραφές, για τη γεννέτειρα Μήλο, αλλά και άλλες περιοχές της χώρας αλλά και οι επίσημες αναφορές φορέων και παραγόντων του τουρισμού.

Τα χρόνια λοιπόν πέρασαν, ο κόσμος προχωράει όπως λέμε και ο τουρισμός, κυρίως στα ελληνικά νησιά, είναι η κότα με τα χρυσά αυγά για την οικονομική επιβίωση πολλών τοπικών κοινωνιών αλλά και για το ΑΕΠ της χώρας. Και καλώς.

Καλοκαίρι με καλοκαίρι, εκατομμύρια επισκέπτες τους οποίους καταμετρούμε έναν έναν σαν να είναι ένας αριθμός κι όχι άνθρωποι, κατακλύζουν τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, το Ιόνιο και κάθε σπιθαμή ελληνικής γης με θάλασσα και ήλιο.

Καινούριες ορολογίες μπήκαν στο λεξιλόγιό μας. Σεζόν, συνεδριακός τουρισμός, θρησκευτικός τουρισμός, ιαματικός τουρισμός, οι μάγειρες γίνανε σεφ, οι καφετζήδες μπαρίστας, και πάει λέγοντας.

Οι αριθμοί εκτοξεύονται, τα έσοδα φαίνονται εντυπωσιακά και η τεράστια επιτυχία αναπαράγεται με ευκολία.

Όμως η πραγματικότητα δεν έχει μία μόνο όψη. Ο τουρισμός, στην πιο αχόρταγη και μαζική μορφή του, έχει μετατραπεί σε δίκοπο μαχαίρι. Η Βενετία, κορυφαίος τουριστικός προορισμός, αλλά και άλλες περιοχές παίρνουν μέτρα. Από τη μία, φέρνει χρήμα. Από την άλλη, ρουφάει τον χαρακτήρα, την ταυτότητα και τους φυσικούς πόρους των νησιών.

Για κάθε επιχειρηματία που βλέπει τα έσοδά του να πολλαπλασιάζονται, υπάρχει ένας ντόπιος που δεν αντέχει την ακρίβεια, την ηχορύπανση, την ανεξέλεγκτη δόμηση, την ασφυκτική καθημερινότητα.

Υπάρχει ένας νέος που δεν βρίσκει σπίτι να μείνει γιατί όλα νοικιάζονται μέσω Airbnb. Υπάρχει ένας αγρότης που βλέπει το νερό να στερεύει, γιατί οι πισίνες και οι σουίτες έχουν προτεραιότητα.

Γιατί, λοιπόν, να θέλει κανείς αυτό το μοντέλο τουρισμού; Διότι είναι άμεσο, φέρνει χρήμα χωρίς πολλές απαιτήσεις και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Ακόμα κι αν είναι εποχικές και κακοπληρωμένες, είναι συχνά το μόνο εισόδημα.

Από την άλλη, όλο και περισσότεροι κάτοικοι, ειδικά στα πιο κορεσμένα νησιά, αρχίζουν να δυσφορούν και να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους.

Δεν θέλουν άλλα κρουαζιερόπλοια να καταφθάνουν σαν πλωτά τέρατα. Δεν θέλουν να βλέπουν την τοπική κουλτούρα να αλλοιώνεται. Δεν θέλουν τουρίστες που μετατρέπουν το νησί τους σε σκηνικό πάρτι ή Instagram.

Υπάρχει πειστική απάντηση σε όλα αυτά;

Υπάρχει η προσέγγιση που λέει να μην αρνηθούμε τον τουρισμό. Αλλά να τον επαναπροσδιορίσουμε. Η ποιότητα πρέπει να υπερισχύσει της ποσότητας. Όσοι έρχονται να σέβονται τον τόπο.

Να επιλέγουμε ανάπτυξη του τουρισμού με σεβασμό στην τοπική κοινωνία και στο περιβάλλον. Όχι τα πάντα θυσία στον βωμό των στατιστικών. Ένα «τουριστικό μοντέλο» που δεν μετατρέπει τα νησιά σε εμπορεύματα, αλλά σε τόπους βιώσιμης ανάπτυξης.

Ο τουρισμός είναι ευπρόσδεκτος και μπορεί να είναι ευχή, εφόσον αναπτύσσεται με σεβασμό και ορθή προοπτική. Μπορεί όμως να γίνει κατάρα, όταν καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά του.

Τα ελληνικά νησιά δεν είναι προϊόν. Είναι πατρίδα.

Γιάννης Βαθυάς

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *