
Στην ελληνική δημόσια ζωή, η ανάποδη λογική έχει γίνει σχεδόν κανονικότητα. Μια σκέψη που πάει κόντρα στο αυτονόητο, μια στάση που υπονομεύει τη συλλογική πορεία απλώς και μόνο για να «μην περάσει του άλλου». Είτε πρόκειται για πολιτική, είτε για κοινωνικές πρωτοβουλίες, είτε για θεσμικές αλλαγές, η στάση του «αν είναι δικό τους, είμαστε αντίθετοι» επικρατεί.
Αυτή η εμμονική αντιπολίτευση —όχι δημιουργική, όχι ουσιαστική, αλλά μόνιμα αρνητική— δεν είναι δείγμα ελέγχου ή θεμιτής αντίρρησης. Είναι απλώς ο άλλος πόλος του ίδιου προβλήματος: της αδυναμίας συνεργασίας και της απώλειας του μέτρου. Όταν το πολιτικό κόστος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το κοινωνικό όφελος, οι αποφάσεις παύουν να έχουν λογική. Γίνονται αντανακλαστικές, σχεδόν μηχανικές, σαν να πατάς «όχι» σε κάθε πρόταση απλώς επειδή δεν είναι δική σου.
Η ανάποδη λογική γεννά και τις στρεβλές αντιπαλότητες. Δεν έχει σημασία αν μια ιδέα είναι καλή ή κακή. Σημασία έχει ποιος τη λέει. Αν τη λέει ο «αντίπαλος», θα την πολεμήσουμε, ακόμη κι αν συμφωνούμε στα σημεία. Αν τη λέει «ο δικός μας», θα τη στηρίξουμε ακόμη κι αν είναι φανερά ανεφάρμοστη. Έτσι χάνεται η ουσία και κυριαρχεί η ταμπέλα.
Ακόμα και ο συναγωνισμός, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υγιής κινητήριος δύναμη, συχνά μετατρέπεται σε κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό. Αντί για προσπάθεια να γίνουμε καλύτεροι, επιλέγουμε να υπονομεύσουμε τους άλλους. Να τους κόψουμε, να τους μειώσουμε, να τους εμποδίσουμε, ώστε να φαινόμαστε ψηλότεροι. Δεν μας ενδιαφέρει να ανεβάσουμε τον πήχη· αρκεί να μην τον περάσει κανείς.
Και κάπως έτσι, χτίζουμε μια πραγματικότητα παράλογη, όπου το αυτονόητο αντιμετωπίζεται με καχυποψία, η σύμπραξη θεωρείται αδυναμία, και η λογική συκοφαντείται ως συμβιβασμός. Ζούμε μέσα σε έναν δημόσιο λόγο γεμάτο «αντί», αλλά χωρίς ουσιαστικό «υπέρ». Όχι επειδή δεν υπάρχουν προτάσεις, αλλά επειδή έχουμε μάθει να τις βλέπουμε όλες ανάποδα.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πώς θα συμφωνήσουμε σε όλα. Αυτό θα ήταν ουτοπικό. Το ζήτημα είναι πώς θα σπάσουμε το αντανακλαστικό της άρνησης και θα αρχίσουμε να ακούμε, να ζυγίζουμε, να συζητάμε — όχι με στόχο να βγούμε από πάνω, αλλά να πάμε μπροστά. Αυτό είναι η αληθινή λογική. Καιρός να την ξαναβρούμε.
Τυχόν ομοιότητα με γνωστές καταστάσεις δεν είναι τυχαία, αλλά ηθελημένη και διδακτική!
Να είσαστε καλά και να περνάτε καλά, χωρίς σκέψεις μηδενισμού…
Γιώργος Δ. Καλλιβρούσης