Το παράδειγμα της Ελβετίας

Η Δημοκρατία υμνείται διθυραμβικά ως το πολίτευμα της ελευθερίας, της ισότητας και της συμμετοχής. Στη θεωρία, πρόκειται για το ιδανικό σύστημα όπου ο λαός αποφασίζει για τη διακυβέρνηση του – άμεσα ή έμμεσα μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων του. Ωστόσο, στην πράξη, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η δημοκρατία καταλήγει να λειτουργεί ως «δικτατορία της πλειοψηφίας», αγνοώντας και αποκλείοντας τις φωνές της μειοψηφίας και υπονομεύοντας την ουσία του πολιτικού διαλόγου.

 Η πλειοψηφία ως απόλυτη εξουσία

Η αρχή της πλειοψηφίας, θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας, συχνά εφαρμόζεται μηχανιστικά: όποιος έχει τους περισσότερους ψήφους, κυβερνά χωρίς ουσιαστικούς φραγμούς. Η πλειοψηφία μπορεί έτσι να επιβάλλει τις επιλογές της, αγνοώντας τις ανάγκες, τις απόψεις και τις προτάσεις της μειοψηφίας – ακόμα και όταν αυτές είναι πιο λογικές ή πιο ώριμες πολιτικά.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η δημοκρατία, αντί να διασφαλίζει την ισορροπία συμφερόντων και την πολυφωνία, «μετατρέπεται σε σύστημα επιβολής της βούλησης των πολλών στους λίγους» – πολλές φορές χωρίς διάλογο, χωρίς συμβιβασμό και χωρίς αίσθηση ευθύνης προς το σύνολο της κοινωνίας.

 Η μειοψηφία ως εμπόδιο και όχι συμμέτοχος

Σε ένα υγιές δημοκρατικό σύστημα, η μειοψηφία δεν είναι απλώς μια ηττημένη ομάδα, αλλά «ουσιαστικός πυλώνας ελέγχου και εναλλακτικής πρότασης». Πρέπει να έχει ρόλο, λόγο και ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, ώστε να προωθεί τη σύνθεση και όχι την πόλωση.

Στις περισσότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες όμως, η μειοψηφία συχνά παραγκωνίζεται. Ο ρόλος της περιορίζεται σε μια διακοσμητική αντιπολίτευση ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε θεαματικές αλλά αναποτελεσματικές αντιδράσεις. Παράλληλα, η ίδια – νιώθοντας αποκλεισμένη – υιοθετεί αρνητισμό και μηδενισμό, λειτουργώντας περισσότερο ως «εμπόδιο» παρά ως εποικοδομητικός αντίλογος.

Το παράδειγμα της Ελβετίας: Μοντέλο Συνεταιρικής Δημοκρατίας

Μια φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η Ελβετία, όπου το δημοκρατικό σύστημα έχει διαμορφωθεί με τρόπο που διασφαλίζει τη συμμετοχή και της μειοψηφίας στη διακυβέρνηση.

Στην Ελβετία, χάρη σε συνταγματικές ρυθμίσεις, τα κόμματα που μειοψηφούν δεν αποκλείονται από την εξουσία, αλλά συμμετέχουν αναλογικά στην κυβέρνηση (μέσω του λεγόμενου «μαγικού τύπου» κατανομής των υπουργικών θώκων), εξασφαλίζοντας έτσι εκπροσώπηση όλων των πολιτικών ρευμάτων στη λήψη αποφάσεων. Το σύστημα αυτό μειώνει την αντιπαράθεση και ενισχύει τη συναίνεση.

Επιπλέον, στην περίπτωση διαφωνίας ή έντονου κοινωνικού προβληματισμού, ο λόγος δίνεται απευθείας στον λαό μέσω δημοψηφισμάτων. Η Ελβετία οργανώνει κάθε χρόνο πολλαπλά εθνικά και τοπικά δημοψηφίσματα – πολλά περισσότερα απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη χώρα – δίνοντας πραγματικό νόημα στην άμεση δημοκρατία. Ο λαός έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να εγκρίνει ή να απορρίψει νομοσχέδια, αλλά και να τα προτείνει, μέσω λαϊκής πρωτοβουλίας.

Αυτό το σύστημα αποδεικνύει ότι η δημοκρατία μπορεί να υπερβεί τον στείρο διπολισμό πλειοψηφίας-μειοψηφίας και να εξελιχθεί σε ένα μοντέλο συνεταιρικής διακυβέρνησης, όπου όλες οι φωνές μετρούν.

 Συμπέρασμα

Η δημοκρατία, όπως εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες, πάσχει από την κυριαρχία της πλειοψηφίας, τον αποκλεισμό της μειοψηφίας και τον περιορισμό της συμμετοχής των πολιτών σε απλή ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια. Το αποτέλεσμα είναι η αποξένωση, η πόλωση και η φθορά του πολιτικού συστήματος.

Το παράδειγμα της Ελβετίας δείχνει ότι υπάρχουν εναλλακτικές. Ένα σύστημα που ενσωματώνει θεσμικά τη μειοψηφία και δίνει λόγο στον λαό πέρα από τις εκλογές, μπορεί να αναζωογονήσει τη δημοκρατία και να την επαναφέρει στις αυθεντικές της ρίζες: την κοινή ευθύνη και την συλλογική συμμετοχή.

Η δημοκρατία δεν πρέπει να είναι απλώς η κυριαρχία των πολλών. Πρέπει να είναι η

 φωνή όλων.

Κι εμείς είναι καιρός να πάψουμε να σκεπτόμαστε πολωτικά κομματικά και αντιδρούμε δημοκρατικά συναινετικά.

Να είσαστε καλά και να περνάτε καλά μέσα στο κατακαλόκαιρο πίνοντας πολλά δροσιστικά υγρά.

Γιώργος Δ. Καλλιβρούσης

Μπορεί επίσης να σας αρέσει