Όλοι ίδιοι είναι (;)

Την ισοπεδωτική φράση τη θυμάμαι από τα πρώτα νεανικά χρόνια. Την άκουσα πολλές φορές τούτες τις μέρες, με αφορμή πρόσφατα περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας γύρω από την Εκκλησία, ενισχύοντας την αίσθηση ότι όλοι οι θεσμοί είναι φθαρμένοι, όλοι οι λειτουργοί διεφθαρμένοι, όλοι οι επαγγελματίες ανήθικοι. Η φράση «όλοι ίδιοι είναι» έχει γίνει σχεδόν αυτόματη αντίδραση απέναντι σε κάθε αποκάλυψη σκανδάλου ή κατάχρησης εξουσίας. Όμως, πίσω από αυτήν την ισοπέδωση κρύβεται μια μεγάλη αδικία, τόσο για τους ανθρώπους που υπηρετούν με εντιμότητα όσο και για την κοινωνία που χάνει την εμπιστοσύνη της σε θεσμούς που παραμένουν ζωτικοί.

Η Εκκλησία, ως θεσμός με βαθιά ριζωμένη παρουσία στον ελληνικό κοινωνικό ιστό, δεν έμεινε αλώβητη από φαινόμενα σκανδάλων. Ορισμένα περιστατικά, άλλοτε ακραία και άλλοτε λιγότερο θορυβώδη, προκάλεσαν εύλογη αγανάκτηση, θυμό και απογοήτευση. Είναι αναμενόμενο η κοινή γνώμη να απαιτεί διαφάνεια, κάθαρση και παραδειγματική τιμωρία. Το πρόβλημα αρχίζει όταν η δίκαιη κριτική μετατρέπεται σε ολική απαξίωση, όταν από τα σφάλματα ορισμένων περνάμε στην καταδίκη των πάντων.

Η ισοπέδωση αυτή δεν είναι καινούρια. Την ίδια αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί, «όλοι κλέφτες είναι», οι δημοσιογράφοι, «όλοι πουλημένοι», οι γιατροί, «όλοι τα παίρνουν». Ο κατάλογος μακρύς. Μια κοινωνία που έχει πληγωθεί επανειλημμένα από σκάνδαλα βρίσκει καταφύγιο στον κυνισμό. Ο κυνισμός όμως, ενώ φαντάζει ασπίδα, καταλήγει να γίνεται δηλητήριο. Αν όλοι είναι ίδιοι, αν όλοι είναι διεφθαρμένοι, τότε τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, καμιά προσπάθεια δεν αξίζει, καμιά εμπιστοσύνη δεν πρέπει να δοθεί.

Κι όμως, η πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνει αυτήν τη γενίκευση. Για κάθε κληρικό που διασύρει το σχήμα του, υπάρχουν εκατοντάδες που υπηρετούν ταπεινά και αθόρυβα σε μονές, ενορίες, χωριά και πόλεις, στηρίζοντας ανθρώπους σε δύσκολες στιγμές. Για κάθε πολιτικό που εμπλέκεται σε σκάνδαλα, υπάρχουν άλλοι που εργάζονται με αφοσίωση, και με μεγάλο προσωπικό κόστος. Για κάθε γιατρό που δέχεται φακελάκι, υπάρχουν πολλοί που παλεύουν καθημερινά σε νοσοκομεία με αντίξοες συνθήκες, προσφέροντας πολύ περισσότερα απ’ όσα προβλέπει το καθήκον τους.

Η εύκολη ισοπέδωση καταστρέφει την κοινωνική συνοχή. Όταν δεν αναγνωρίζουμε την προσπάθεια, όταν δεν ξεχωρίζουμε την ακεραιότητα από τη διαφθορά, στέλνουμε το μήνυμα ότι όλα είναι μάταια. Έτσι, αποθαρρύνονται οι τίμιοι λειτουργοί και ενισχύονται όσοι εκμεταλλεύονται το σύστημα, αφού κανείς δεν πιστεύει σε τίποτα. Αντί να απαιτούμε βελτίωση, παραδινόμαστε στη μοιρολατρία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σιωπούμε μπροστά στις παραβιάσεις ή να κλείνουμε τα μάτια στα σκάνδαλα. Αντίθετα, η δημόσια κριτική είναι αναγκαία, και οι θεσμοί πρέπει να δίνουν λογαριασμό στην κοινωνία. Η διαφορά όμως ανάμεσα στην κριτική και την ισοπέδωση είναι ουσιώδης. Η πρώτη στοχεύει στη διόρθωση και στην κάθαρση, η δεύτερη στην απαξίωση και τελικά στην αποσύνθεση.

Η Εκκλησία, οι πολιτικοί θεσμοί, η Δικαιοσύνη, η Εκπαίδευση, η Υγεία, όλοι οι θεσμοί έχουν ανάγκη από ανθρώπους που θα ξεχωρίζουν. Αν τους αντιμετωπίζουμε ως ένα ενιαίο σώμα διαφθοράς, τότε δεν αφήνουμε περιθώρια να φανεί το διαφορετικό. Χρειάζεται διάκριση, να καταγγέλλουμε το άδικο, αλλά και να αναγνωρίζουμε το δίκαιο. Να απομονώνουμε τους υπεύθυνους για παραπτώματα, αλλά να μην εξισώνουμε όσους υπηρετούν με πίστη και σεβασμό.

Το «όλοι ίδιοι είναι» μοιάζει με εύκολο συμπέρασμα, μια γρήγορη λύση στην απογοήτευση. Στην πραγματικότητα όμως, κρύβει μια τεμπέλικη σκέψη. Η αλήθεια είναι πιο δύσκολη, πιο απαιτητική. Χρειάζεται να ξεχωρίζουμε, να σκεφτόμαστε κριτικά, να αποδίδουμε ευθύνες εκεί που πρέπει χωρίς να γκρεμίζουμε συλλήβδην θεσμούς που χτίστηκαν με κόπο και που συνεχίζουν, παρά τα σφάλματα, να στηρίζουν την κοινωνία.

Όχι, λοιπόν, δεν είναι όλοι ίδιοι. Και αν θέλουμε να ελπίζουμε σε μια καλύτερη κοινωνία, οφείλουμε να το θυμόμαστε.

Γιάννης Βαθυάς

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *