
Είναι η λεγόμενη βαριά βιομηχανία της χώρας. Όλοι έχουμε άποψη για το πώς και το γιατί. Είναι ο τομέας που κάθε χρόνο δίνει πρωτοσέλιδα με αριθμούς-ρεκόρ, εισπράξεις, αφίξεις, πληρότητες. Κι όμως, πίσω από τη λάμψη των επιτυχιών, η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η οποία έχει σήμερα εξέχουσα θέση στον Τύπο της Αθήνας, υπενθυμίζει ότι ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι δείκτες δείχνουν ανοδική πορεία, αλλά ταυτόχρονα απαιτούνται βαθιές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις για να μην μετατραπεί η σημερινή δυναμική σε ευκαιρία που χάθηκε.
Η Εθνική Τράπεζα, στο πλαίσιο της σειράς «Τάσεις του Επιχειρείν», αναλύει την κατάσταση του ελληνικού τουρισμού για το 2025 και τα χρόνια που έρχονται. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι αφίξεις αναμένεται να αυξηθούν φέτος κατά 3% έως 5%, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία του 2024. Τα πρώτα στοιχεία από τις αεροπορικές αφίξεις είναι ενθαρρυντικά. Το πρώτο τετράμηνο του 2025 καταγράφεται αύξηση 10% σε σχέση με πέρυσι, ενώ και οι προγραμματισμένες πτήσεις για το καλοκαίρι εμφανίζονται ήδη ενισχυμένες κατά περίπου 4%. Οι ίδιες οι τουριστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με έρευνα της τράπεζας, περιμένουν αύξηση γύρω στο 5%.
Ωστόσο, οι προβλέψεις αυτές συνοδεύονται από έντονη αβεβαιότητα. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι διακυμάνσεις του ενεργειακού κόστους και οι αλλαγές στη συμπεριφορά των ταξιδιωτών διαμορφώνουν ένα τοπίο όπου τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Η εξάρτηση της χώρας από τη διεθνή τουριστική ζήτηση είναι δύναμη και αδυναμία μαζί.
Το 2024 υπήρξε χρονιά ορόσημο. Οι αφίξεις έφτασαν τα 36 εκατομμύρια επισκέπτες, ενώ οι τουριστικές εισπράξεις άγγιξαν τα 21 δισεκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας αύξηση περίπου 4% σε σχέση με το 2023. Αξιοσημείωτη είναι και η αλλαγή στην εποχικότητα. Οι μήνες της άνοιξης, του φθινοπώρου ακόμα και του χειμώνα κερδίζουν σταθερά έδαφος. Οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 21, 9% και 16% αντίστοιχα, δείχνοντας ότι η Ελλάδα αρχίζει να σπάει τη μονοκαλλιέργεια του καλοκαιρινού τουρισμού. Το μερίδιο των θερινών μηνών στις συνολικές αφίξεις μειώθηκε από 52% σε 50%.
Η μελέτη όμως δεν περιορίζεται στους αριθμούς. Επικεντρώνεται στις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες, ειδικά στα ελληνικά νησιά. Η Εθνική Τράπεζα υπολογίζει ότι απαιτούνται 35 δισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος δεκαετίας, προκειμένου να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα και η βιωσιμότητα των τουριστικών προορισμών. Οι επενδύσεις αυτές αφορούν τις βασικές υποδομές όπως μεταφορές, ενέργεια, ύδρευση, αποχέτευση, διαχείριση απορριμμάτων και περιβαλλοντική προστασία. Πολλά νησιά λειτουργούν ήδη στο όριο των υποδομών τους. Το νερό, η ενέργεια και οι μετακινήσεις αποτελούν κρίσιμους παράγοντες όχι μόνο για την τουριστική ανάπτυξη, αλλά και για την ίδια την καθημερινότητα των κατοίκων.
Η μελέτη αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού τουρισμού. Δεν αρκεί πλέον να αυξάνονται οι αφίξεις. Το ζητούμενο είναι να αυξηθεί η αξία ανά επισκέπτη, να βελτιωθεί η εμπειρία και να διαφοροποιηθεί το προϊόν. Ο πολιτιστικός, γαστρονομικός, φυσιολατρικός ή συνεδριακός τουρισμός μπορούν να αποτελέσουν νέες πηγές ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να ενισχυθούν λιγότερο γνωστοί προορισμοί, που θα αποσυμφορήσουν τους κορεσμένους.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στις νέες αγορές. Οι τουρίστες από μακρινές χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Μέση Ανατολή και η Ασία, συνεισφέρουν πολύ υψηλότερη δαπάνη ανά ταξίδι. Η διεύρυνση της παρουσίας της Ελλάδας σε αυτές τις αγορές μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα απέναντι στις διακυμάνσεις της ευρωπαϊκής ζήτησης. Ωστόσο, η επιτυχία προϋποθέτει επαγγελματισμό, σύγχρονες υπηρεσίες και στοχευμένη στρατηγική προβολής.
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που θίγεται στη μελέτη είναι η διακυβέρνηση του τουρισμού. Η πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων μεταξύ υπουργείων, περιφερειών και τοπικών αρχών δυσκολεύει τη χάραξη ενιαίας πολιτικής. Η χώρα, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, προχωρά στην εφαρμογή του λεγόμενου «Tourism Satellite Account», ενός συστήματος που θα επιτρέπει την ακριβή μέτρηση της συμβολής του τουρισμού στην οικονομία. Είναι ένα βήμα προς τη διαφάνεια και τη γνώση, που μπορεί να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικές αποφάσεις πολιτικής.
Η μελέτη δεν κρύβει τους κινδύνους. Ο τουρισμός, λέει, παραμένει εξαιρετικά ευάλωτος στις διεθνείς κρίσεις, στην κλιματική αλλαγή, στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Η επιτυχία των τελευταίων ετών μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε παγίδα αν δεν συνοδευτεί από ουσιαστικές επενδύσεις και καλύτερη οργάνωση. Το μήνυμα είναι σαφές. Ο ελληνικός τουρισμός δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στο ήλιος και θάλασσα, ούτε να επαναπαύεται στα ρεκόρ των αφίξεων.
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα φάση. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι ώριμοι τουριστικοί προορισμοί δεν κερδίζουν από το περισσότερο, αλλά από το καλύτερο. Χρειάζεται σχέδιο, επένδυση και συνειδητοποίηση ότι η επιτυχία του τουρισμού εξαρτάται από τη συνολική ποιότητα του τόπου. Από το περιβάλλον, τις υποδομές, την εξυπηρέτηση, τον πολιτισμό.
Ο τουρισμός υπήρξε και θα παραμείνει η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Το ζητούμενο είναι να γίνει και η πιο σύγχρονη, η πιο έξυπνη και η πιο ανθεκτική της βιομηχανία.
Γιάννης Βαθυάς