
Στον δημόσιο βίο, η διάκριση ανάμεσα στο πολιτικό και το υπηρεσιακό επίπεδο δεν είναι απλώς τεχνική λεπτομέρεια, αλλά η βασική προϋπόθεση για λειτουργία με σταθερότητα, συνέπεια και αξιοπιστία. Στον πυρήνα της δημόσιας διοίκησης κρύβεται μια λεπτή ισορροπία. Η πολιτική ηγεσία θέτει κατευθύνσεις, ενώ η διοίκηση οφείλει να λειτουργεί με ουδετερότητα και επαγγελματισμό. Αυτός ο διαχωρισμός είναι κρίσιμος, αλλά σπάνια παραμένει καθαρός στην πράξη. Η πρόκληση και συνάμα η τέχνη βρίσκεται ακριβώς στο να συνυπάρχουν οι δύο παράγοντες χωρίς να αλληλοκαταλύονται.
Τα υπηρεσιακά θέματα αποτελούν τον χώρο όπου η δημόσια διοίκηση λειτουργεί με βάση κανόνες, νόμους και θεσμική μνήμη. Είναι ο κόσμος των διαδικασιών, των προθεσμιών, των οργανωτικών δομών, της εφαρμογής της νομοθεσίας.
Η λογική του υπηρεσιακού επιπέδου είναι η συνέχεια. Ανεξαρτήτως πολιτικών εναλλαγών, το κράτος πρέπει να λειτουργεί αδιάλειπτα. Με άλλα λόγια, η διοίκηση οφείλει να είναι ουδέτερη, όχι άχρωμη, αλλά αμερόληπτη. Αυτή η ουδετερότητα είναι θεμέλιο του κράτους δικαίου, επειδή προστατεύει τον πολίτη από αυθαιρεσίες και εξασφαλίζει ότι όλοι αντιμετωπίζονται με τα ίδια μέτρα και σταθμά.
Όμως ακόμη και σε αυτόν τον προφανώς τεχνοκρατικό χώρο, υπάρχει πάντα περιθώριο ερμηνείας. Η διοίκηση καλείται καθημερινά να μεταφράσει τη νομοθεσία σε πράξη, και σε αυτή τη μετάφραση παρεισφρείουν αναπόφευκτα αξιολογήσεις και επιλογές. Εκεί αρχίζει η αλληλεπίδραση με την πολιτική σφαίρα.
Η πολιτική διάσταση αφορά τη διαμόρφωση των στόχων. Ποιο μοντέλο διακυβέρνησης επιδιώκεται, ποιες επιλογές προκρίνει. Οι πολιτικές αποφάσεις δεν είναι ουδέτερες, είναι επιλογές που πηγάζουν από αξίες, ιδεολογία και προτεραιότητες.
Χωρίς πολιτική βούληση, η διοίκηση θα λειτουργούσε ως ένας μηχανισμός χωρίς όραμα. Ωστόσο, ο κίνδυνος εμφανίζεται όταν η πολιτική επιχειρεί να επηρεάσει όχι μόνο τους στόχους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι κανόνες. Η γραμμή ανάμεσα στο καθορίζω στρατηγική και στο παρεμβαίνω διοικητικά είναι λεπτή και η ελληνική πραγματικότητα έχει δείξει πόσο εύκολα μπορεί να θολώσει.
Η αλήθεια είναι πως καμία διοίκηση στον κόσμο δεν λειτουργεί με πλήρη διαχωρισμό των δύο επιπέδων. Το ζητούμενο δεν είναι η απομόνωση, αλλά η λειτουργική ισορροπία. Η πολιτική ηγεσία θέτει στόχους, η διοίκηση τους υλοποιεί, και κάθε πλευρά γνωρίζει τα όριά της. Τα συστήματα που λειτουργούν καλύτερα, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, βασίζονται σε τρεις αρχές. Σαφήνεια ρόλων, συνέχεια των θεσμών, θεσμική ωριμότητα.
Στην Ελλάδα, αυτή η ισορροπία παραδοσιακά δοκιμάζεται. Η πολιτικοποίηση διοικητικών ζητημάτων, οι συχνές αλλαγές προτεραιοτήτων και η εξάρτηση της διοίκησης από πολιτικές βουλές έχουν για δεκαετίες αποδυναμώσει τον υπηρεσιακό χαρακτήρα του κράτους. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια οι μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση, στην αξιολόγηση και στη διαφάνεια έχουν αρχίσει να ενισχύουν την αυτονομία και την αποτελεσματικότητα της διοίκησης.
Η πραγματική πρόοδος θα επέλθει όταν η πολιτική ηγεσία αντιμετωπίζει τη διοίκηση όχι ως προέκταση της εξουσίας της αλλά ως θεσμό. Όταν οι πολιτικές αποφάσεις είναι καθαρές και στρατηγικές, και η διοίκηση εφαρμόζει χωρίς εξωτερικές πιέσεις.
Σε τελική ανάλυση, ο δημόσιος βίος δεν είναι ούτε καθαρά υπηρεσιακός ούτε καθαρά πολιτικός. Είναι το σημείο όπου συναντώνται οι κανόνες με το όραμα. Η διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσά τους δεν είναι μόνο διοικητική ανάγκη, είναι προϋπόθεση για ένα ώριμο, σύγχρονο και αξιόπιστο κράτος.
Γιάννης Βαθυάς