
Η κινδυνολογία, η τάση δηλαδή να προβάλλονται υπερβολικοί ή ατεκμηρίωτοι κίνδυνοι με σκοπό τη δημιουργία φόβου, ανασφάλειας ή χειραγώγησης, αποτελεί ένα φαινόμενο που διαπερνά κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Παρότι ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στον δημόσιο λόγο και ιδίως στην πολιτική, η πρακτική της κινδυνολογίας ξεκινά πολύ νωρίτερα, μέσα στην καθημερινότητα, στις προσωπικές σχέσεις, στους χώρους εργασίας και φυσικά στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του κλίματος μιας κοινωνίας.
Στον πυρήνα της, η κινδυνολογία βασίζεται σε ένα διαχρονικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, τον φόβο του άγνωστου. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον ή να δώσει νόημα σε αβέβαιες συνθήκες, είναι φυσικό να αναπτύσσει σενάρια. Όταν όμως αυτά τα σενάρια μετατρέπονται σε συνειδητή υπερβολή, υποδόρια τρομολαγνεία και προβολή κινδύνων δυσανάλογων της πραγματικότητας, τότε έχουμε να κάνουμε με μια τακτική χειραγώγησης, η οποία μπορεί να είναι τόσο ατομική όσο και συλλογική.
Σε προσωπικό επίπεδο, η κινδυνολογία εμφανίζεται συχνά ως μηχανισμός άμυνας ή ως μέσο ελέγχου. Γονείς που υπερτονίζουν τους κινδύνους του έξω κόσμου για να περιορίσουν την ανεξαρτησία των παιδιών τους, σύντροφοι που προβάλλουν καταστροφικά σενάρια για να διατηρήσουν μια σχέση υπό έλεγχο, φίλοι που αντιδρούν υπερβολικά σε αλλαγές ή επιλογές επειδή φοβούνται τις συνέπειες, όλα αυτά συνιστούν μορφές κινδυνολογίας που τελικά περιορίζουν την ελευθερία και καλλιεργούν ανασφάλεια.
Στον επαγγελματικό χώρο, η κινδυνολογία παίρνει συχνά πιο συστηματικές μορφές. Η διοίκηση μιας εταιρείας μπορεί να χρησιμοποιεί τον φόβο της απόλυσης ή της οικονομικής κατάρρευσης για να πιέσει τους εργαζόμενους, ενώ συνάδελφοι μπορούν να υπερβάλλουν για πιθανούς κινδύνους ώστε να καλύψουν δικές τους αδυναμίες ή να μειώσουν άλλους. Ακόμη και οι αγορές εργασίας λειτουργούν συχνά μέσα από αφηγήσεις περί αβεβαιότητας και διαρκούς κινδύνου, δημιουργώντας ένα περιβάλλον συνεχούς πίεσης.
Τα μέσα ενημέρωσης αποτελούν ίσως τον πιο χαρακτηριστικό φορέα κινδυνολογίας. Η ανάγκη για εντυπωσιασμό, για υψηλή αναγνωσιμότητα, ακροαματικότητα ή τηλεθέαση και για συνεχή παραγωγή δραματικού περιεχομένου οδηγεί συχνά στην υπερβολή και την τρομοκεντρική παρουσίαση ακόμα και συνηθισμένων ειδήσεων. Από τον καιρό και τις φυσικές καταστροφές μέχρι την υγεία, την οικονομία και τις κοινωνικές εξελίξεις, μεγάλο μέρος της ενημέρωσης στηρίζεται στη δραματοποίηση. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός συλλογικού άγχους που διαμορφώνει την αντίληψη της κοινωνίας για την πραγματικότητα. Καλλιεργείται ένα κλίμα μόνιμης ανασφάλειας όπου κάθε κρίση μοιάζει καταστροφική και κάθε αλλαγή παρουσιάζεται ως απειλή, γεγονός που επηρεάζει βαθιά τόσο την καθημερινότητα όσο και το πολιτικό πεδίο.
Στην πολιτική, η κινδυνολογία αποτελεί διαχρονικά ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία χειραγώγησης. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τον φόβο για να συσπειρώσουν ομάδες, να δικαιολογήσουν αποφάσεις ή να αποσπάσουν την προσοχή από άλλες αδυναμίες. Ο πολιτικός λόγος συχνά κατασκευάζει εξωτερικούς εχθρούς, εσωτερικές απειλές ή επερχόμενες καταστροφές που μόνο μια συγκεκριμένη πολιτική δύναμη μπορεί να αποτρέψει. Όσο μεγαλύτερη η αβεβαιότητα μιας κοινωνίας, τόσο πιο εύφορο το έδαφος για τέτοιου είδους ρητορική. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η συνεχής επίκληση στον φόβο υπονομεύει τον ορθολογικό διάλογο και τελικά τη δημοκρατία, καθώς οι πολίτες δυσκολεύονται να αξιολογήσουν ψύχραιμα τις πληροφορίες και γίνονται πιο επιρρεπείς στη χειραγώγηση.
Η αντιμετώπιση της κινδυνολογίας δεν είναι εύκολη, αφού πρόκειται για βαθιά ριζωμένο μοτίβο συμπεριφοράς. Ωστόσο, μπορεί να περιοριστεί μέσα από την ενίσχυση της κριτικής σκέψης, την αναζήτηση αξιόπιστων πηγών ενημέρωσης, την καλλιέργεια συναισθηματικής ωριμότητας και την αναγνώριση των χειριστικών τακτικών που χρησιμοποιούνται στον δημόσιο λόγο. Όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι πολλές αντιδράσεις τους βασίζονται σε φόβους και όχι σε πραγματικούς κινδύνους, τότε η κινδυνολογία χάνει μεγάλο μέρος της δύναμής της.
Εξίσου σημαντική είναι και η πολιτική ωριμότητα, δηλαδή η ικανότητα των πολιτών να εντοπίζουν τον φόβο ως εργαλείο επιρροής και να μην επιτρέπουν στη ρητορική της τρομοκράτησης να καθορίζει τη στάση τους. Η κινδυνολογία είναι μια πρακτική τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, αλλά στη σύγχρονη εποχή έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη. Από την καθημερινότητα μέχρι την πολιτική σκηνή λειτουργεί ως ένας αόρατος μηχανισμός που μπορεί να διαμορφώσει συμπεριφορές, στάσεις και αποφάσεις. Η κατανόηση και ο περιορισμός της αποτελούν κρίσιμα βήματα για μια κοινωνία με περισσότερη ψυχραιμία, εμπιστοσύνη και δημοκρατική ωριμότητα.
Γιάννης Βαθυάς