
Σύμφωνα με ανάλυση των New York Times ο όρος «εμφύλιος πόλεμος» αναφέρθηκε στην πλατφόρμα x την Τετάρτη 129.000 φορές, την Πέμπτη 210.000, ενώ ο μέσος όρος τους προηγούμενους μήνες ήταν 18.000. Τούτα ακολούθησαν τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ. Ο προβληματισμός αυτονόητος. Είναι κάτι που συμβαίνει κάπου μακριά ή κάτι που μας αφορά;
Τα τελευταία χρόνια, πολλές δημοκρατίες βιώνουν μια πρωτόγνωρη ένταση στον δημόσιο λόγο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αναλύεται και στα άρθρα των New York Times, η συζήτηση για τον κίνδυνο ενός «εμφυλίου πολέμου» δεν είναι πλέον σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά φόβος που συζητιέται ανοιχτά. Δεν πρόκειται κατ’ ανάγκη για έναν κλασικό ένοπλο εμφύλιο, αλλά για μια βαθιά εσωτερική σύγκρουση που διαπερνά θεσμούς, κοινωνικές σχέσεις και πολιτισμικές ταυτότητες. Ο κοινός παρονομαστής είναι ο τρόπος με τον οποίο ο δημόσιος διάλογος ξεφεύγει από τα όρια της πολιτισμένης αντιπαράθεσης και μετατρέπεται σε όχημα καχυποψίας, μίσους και διχασμού.
Η πρώτη και ίσως πιο εμφανής διάσταση αυτού του κινδύνου είναι η τοξική πόλωση. Όταν ο πολιτικός αντίπαλος δεν αντιμετωπίζεται ως συνομιλητής με διαφορετικές ιδέες αλλά ως υπαρξιακή απειλή, τότε η συζήτηση παύει να είναι διαλογική και μετατρέπεται σε πόλεμο ταυτοτήτων. Ο «άλλος» δεν είναι πια πολίτης με διαφορετική άποψη, αλλά εχθρός που πρέπει να ηττηθεί ή να εξουδετερωθεί. Αυτή η ρητορική δημιουργεί ένα κλίμα που δυσκολεύει κάθε προσπάθεια συνεννόησης.
Ταυτόχρονα, οι κοινότητες αλληλοκατανόησης καταρρέουν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν σαν ηχωθάλαμοι, όπου ακούμε μόνο όσους συμφωνούν μαζί μας. Αυτό ενισχύει την ψευδαίσθηση ότι κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια και ότι όποιος διαφωνεί είναι επικίνδυνος ή ανέντιμος. Όταν λείπει η κοινή γλώσσα και το κοινό έδαφος, η σύγκρουση γίνεται αναπόφευκτη. Η διάσπαση αυτή είναι ιδιαίτερα ορατή στις ΗΠΑ, όπου κοινότητες που ανήκουν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα σχεδόν δεν επικοινωνούν πλέον.
Ένα τρίτο κρίσιμο στοιχείο είναι η αποσταθεροποίηση των ίδιων των θεσμών. Όταν η δικαιοσύνη θεωρείται εργαλείο της μιας ή της άλλης πλευράς, όταν το κοινοβούλιο παραλύει από κομματικούς τακτικισμούς, τότε η εμπιστοσύνη στους θεσμούς υπονομεύεται. Αν οι πολίτες πάψουν να πιστεύουν ότι οι δημοκρατικοί κανόνες ισχύουν για όλους, είναι εύκολο να στραφούν σε πιο βίαιες ή αυταρχικές λύσεις.
Σε αυτό προστίθεται η εκτεταμένη διασπορά παραπληροφόρησης. Ψευδείς ειδήσεις, συνωμοσιολογικές θεωρίες και κατασκευασμένες αφηγήσεις κυκλοφορούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, υπονομεύοντας την έννοια της αντικειμενικής αλήθειας. Αντί να μιλάμε με βάση δεδομένα, μιλάμε με βάση το ποια «αφήγηση» ταιριάζει στις προκαταλήψεις μας. Έτσι, ο δημόσιος διάλογος αποκόπτεται από την πραγματικότητα και γίνεται πεδίο φανταστικών εχθρών.
Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αισθάνονται ότι μένουν πίσω, ότι δεν έχουν πρόσβαση στις ίδιες ευκαιρίες ή ότι απειλείται ο τρόπος ζωής τους, τότε γίνονται πιο δεκτικά σε ακραίες θέσεις. Η αίσθηση αδικίας λειτουργεί ως καύσιμο που τροφοδοτεί τον θυμό και καθιστά τον διχαστικό λόγο πιο αποτελεσματικό.
Αυτές οι συνθήκες οδηγούν συχνά σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση. Η υβριστική ρητορική των ηγετών, η αμφισβήτηση των θεσμών και η κανονικοποίηση της βίας ως εργαλείου πολιτικής είναι τρία βήματα που οδηγούν από τον διάλογο στη σύγκρουση. Οι συνέπειες είναι ήδη ορατές. Κοινωνίες διχασμένες, θεσμοί που δοκιμάζονται, σποραδικά περιστατικά βίας που λειτουργούν σαν προειδοποιητικά καμπανάκια.
Το ερώτημα είναι τι μπορεί να γίνει. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά κάποιες κατευθύνσεις είναι σαφείς. Χρειαζόμαστε εκπαίδευση στην κριτική σκέψη, ώστε να αναγνωρίζουμε και να απορρίπτουμε την παραπληροφόρηση. Χρειαζόμαστε χώρους θεσμοθετημένου διαλόγου που επιτρέπουν στις αντίθετες φωνές να συναντηθούν χωρίς φόβο ή εχθρότητα. Χρειαζόμαστε πολιτικές που μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες και αποτρέπουν την αίσθηση ότι κάποιοι περισσεύουν. Και, πάνω απ’ όλα, χρειαζόμαστε ηγέτες που θα υπερασπίζονται τους κανόνες του παιχνιδιού, ακόμη και όταν αυτό δεν τους συμφέρει πολιτικά.
Ο δημόσιος διάλογος είναι η κόλλα που κρατά ενωμένη μια κοινωνία. Όταν αυτή η κόλλα χαλαρώνει, ο κίνδυνος δεν είναι μόνο περισσότερη φασαρία αλλά η ίδια η διάλυση της δημοκρατίας. Ο δρόμος προς τον εμφύλιο δεν ξεκινά με όπλα αλλά με λέξεις. Προς τούτο, η υπευθυνότητα στον δημόσιο λόγο είναι ίσως η πιο σημαντική μας ευθύνη.
Γιάννης Βαθυάς